-
1 κατα-νάσσω
κατα-νάσσω (s. νάσσω), hineinstopfen, feststampfen, κατανάξαντες τὴν γῆν Her. 7, 36.
-
2 κατανάσσω
A stamp, beat down firmly,κατανάξαντες τὴν γῆν Hdt. 7.36
:—[voice] Pass., - νενασμένος σφυγμός firm pulse, Archig. ap. Gal.8.662.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατανάσσω
См. также в других словарях:
κατανάσσω — (Α) πατώ με δύναμη και στερεώνω κάτι («κατανάξαντες τὴν γῆν φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νάσσω «πατώ με δύναμη»] … Dictionary of Greek